Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γιά τίποτε δεν έχει

  • 1 ничто

    ничего, ничему, ничем, ни о чём, αντων. αρνητ.
    τίποτε, ουδέν, μηδέν, κανέν•

    это ничто не значет αυτό δε σημαίνει τίποτε,δεν έχει καμιά σημασία•

    это ничему не мешает αυτό δε μποδίζει σε τίποτε•

    это ничем ни кончилось αυτό δεν κατέληξε σε τίποτε•

    ни о чём не думать μη σκέφτεσαι για τίποτε•

    он ничем недоволен αυτός δεν ευχαριστιέται με τίποτε.

    εκφρ.
    ничего не бывалоπαλ. βλ. ничуть (не бывало)•
    ничего не поделаешь ή не попишешь – δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς•
    из ничего делать – φτιάχνω από (με) το τίποτε•
    превратиться (обратить(ся) в ничего – γίνομαι στάχτη, καταστρέφομαι τελείως, εξάφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ничто

  • 2 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 3 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 4 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 5 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 6 не

    не I
    частица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):
    я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·
    2. в составе сложных союзов:
    не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.
    не II
    (отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:
    не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν.

    Русско-новогреческий словарь > не

  • 7 нет!

    нет||!
    ἔ, ὄχι!, ἔ, ὄχι δά!· право же \нет! ὄχι μά τήν ἀλήθεια·
    2. частица усил. разг (обычно не переводится):
    \нет!, ты только посмотри́, что за прелесть! γιά κύταξε τί ἀριστούργημα!·
    3. безл (не имеется) δέν ὑπάρχει, δέν ἔχω:
    \нет! писем δέν ὑπάρχουν γράμματα· \нет! сомнения δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία· у него́ \нет! средств δέν ἔχει τά μέσα· у меня \нет! времени δέν ἔχω καιρό· \нет! ничего удивительного τίποτε τό περίεργον чего́ там только \нет! καί τί δέν ἔχει·
    4. безл (об отсутствии определенных лиц) перев. личн. формами δέν είμαι:
    их \нет! в саду δέν εἶναι στον κήπο· его \нет! αὐτός ἀπουσιάζει, δέν εἶναι ἐδῶ· сестры \нет! дома ἡ ἀδελφή δέν εἶναι στό σπίτι· там никого \нет! δέν ὑπάρχει κανείς ἐκεϊ· его \нет! больше (он умер) αὐτός δέν ὑπάρχει πλέον, (ἀ)πέθανε· ◊ она \нет! да и напишет ποῦ καί ποῦ γράφει· \нет! как \нет! ἄφαντος ἐγινε· свести на \нет! ἐκμηδενίζω· на \нет! и суда \нет! погов. ἀφοῦ δέν ἔχεις τί νά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > нет!

  • 8 колено

    ουδ.
    1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•

    разбить колено σπάζω το γόνατο•

    стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•

    опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•

    ползать на -ях έρπω στα γόνατα•

    посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.

    2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•

    колено реки αγκώνας του ποταμού•

    колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.

    3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.
    4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.
    5. γενεαλογική διακλάδωση.
    εκφρ.
    поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•
    море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).

    Большой русско-греческий словарь > колено

  • 9 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 10 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 11 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 12 валиться

    валиться
    несов
    1. (падать) πέφτω, πίπτω, γκρεμίζομαι:
    \валиться с ног от усталости δέ στέκομαι στά πόδια μου (ἀπ; τήν κούραση);
    2. (разрушаться) σωριάζομαι χάμου, γκρεμίζομαι, καταστρέφομαι; ◊ у него все из рук валится разг а) (от неловкости) εἶναι ἀδέξιος, δέν καταφέρνει τίποτε, б) (от нежелания) δέν ἔχει δρεξη γιά τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > валиться

  • 13 только

    только
    1. частица (всего лишь) μό-νο[ν]:
    \только один раз μόνο μιά φορά· это \только начало αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀρχή·
    2. частица (единственно, исключительно) μό-νο[ν]:
    \только из уважения к вам μόνο γιά τό χατήρι σας· \только здесь я себя чу́вст-вую хорошо μόνον ἐδώ αίσθάνομαι καλά·
    3. союз (но, однако) ἀλλά, μά, δμως:
    я согласен пойти, \только не сеи́час δέχομαι νά πάω, δμως ὄχι τώρα· \только имейте в виду́, что я занят νά Εχετε δμως ὑπ' ὀψιν, δτι εἶμαι ἀπασχολημένος·
    4. союз:
    не \только, но (и) ὄχι μόνο, ἀλλά...·
    5. союз:
    \только бы φτάνει νά μήν, ἀρκεῖ νά· \только бы ничего́ не случилось ἀρκεῖ νά μή συμβεί τίποτε·
    6. союз (едва) μόλις:
    \только вы уехали, как он пришел μόλις φύγατε ἐσεϊς, αὐτός ήρθε· как \только, чуть \только, едва \только, лишь \только μόλις·
    7. нареч (едва, лишь только) μόλις:
    совсем молодой, видно \только школу кончил πολύ νεαρός, φαίνεται πώς μόλις τέλειωσε τό σχολείο·
    8. частица усил.:
    каких \только книг у него не было καί τί βιβλία δέν είχε· где он \только не был καί ποῦ δέν ἐχει πάει· зачем \только я сказал это τί ήθελα νά τό πω αὐτό· ◊ посмей \только! (угроза) τόλμησε ἄν σοῦ βαστάει, τόλμησε μόνον \только н всего́ разг αὐτό εἶναι ὅλο· н \только καί τίποτε ἄλλο· \только что μόλις τώρα, πρό ὁλίγου· он \только что пришел μόλις τώρα ήλθε.

    Русско-новогреческий словарь > только

  • 14 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 15 порох

    -а (пороху) πλθ.α.
    1. μπαρούτη, πυρίτιδα•

    бездымный порох άκαπνη μπαρούτη•

    запах -а η μυρουδιά της μπαρούτης.

    2. μτφ. άνθρωπος ευέξαπτος, ευερέθιστος.
    εκφρ.
    держать -а сухим – κρατώ τη μπαρούτη στεγνή (είμαιπα-νέτοιμος για άμυνα, υπεράσπιση)•
    тратить (терять, изводить) порох даром (напрасно, по-пустому) – λέγω, πράττω κάτι στα χαμένα, άδικα, μάταια•
    - у не шкал – είναι άκαπνος (δεν πολέμησε)•
    не хватает -у – δεν έχει δραστηριότητα ή δυνάμεις για κάτι ή δε βαστούν τα κότσια του• (ни) синь -а нет ή не останется δε θα μείνει τίποτε απολύτως.

    Большой русско-греческий словарь > порох

  • 16 жаль

    επιφ. με σημ. κατηγ.
    (είναι) κρίμα, λυπηρό, λυπάμαι, συμπονώ, σπλαχνίζομαι, ψυχοπονώ•

    мне тебя жаль σε λυπάμαι•

    жаль парня κρίμα το παλικάρι•

    жаль на него смотреть είναι νατον βλέπεις και να λυπάσαι•

    мне стало жаль его τον λυπήθηκα•

    он так скуп, что ему жаль куска хлеба είναι τόσο τσιγγούνης, που λυπάται ένα κομμάτι ψωμί•

    мне жаль итого человека λυπάμαι αυτόν τον άνθρωπο•

    мне жаль потраченного времени κρίμα το χρόνο που έχασα•

    мне жаль, что вы уезжаете λυπούμαι πού φεύγετε•

    жаль, что он уехал κρίμα που έφυγε•

    мне жаль, что я уехал λυπάμαι που έφυγα•

    мне жаль слышать это μου προκαλεί λύπη να το ακούω•

    жаль брата κρίμα τον αδερφό•

    (это) очень жаль (αυτό) είναι πολύ λυπηρό.

    || δυστυχώς•

    поесть-то здесь жаль нечего δυστυχώς, εδώ δεν έχει τίποτε για φαί.

    Большой русско-греческий словарь > жаль

  • 17 значить

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащий
    ρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• δείχνω• εκφράζω•

    что -ит по-гречески это русское слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσική λέξη;•

    что это -ит? τι σημαίνει αυτό;•

    это-ит, что... αυτό σημαίνει ότι...• если я молчу, это не -ит, что я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυτό δε θα πει πως είμαι θυμωμένος•

    это для меня ровно ничего не -ит αυτό για μένα δε σημαίνει, τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία•

    вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος.

    εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο).

    Большой русско-греческий словарь > значить

  • 18 святой

    επ., βρ: свят, свята, свято.
    1. άγιος•

    Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•

    Святая Троица η Αγία Τριάδα•

    святые места οι άγιοι τόποι•

    святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•

    святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•

    святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).

    2. ουσ. το ιερό•

    для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•

    жития -ых οι βίοι των αγίων.

    || ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•

    день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•

    клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.

    || ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.
    3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•

    он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.

    4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•

    -ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.

    5. ύψιστος•

    святой долг ιερό καθήκο.

    εκφρ.
    святой отец – πάτερ•
    - ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•
    хоть -ых (вон) неси (выноси)παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος).

    Большой русско-греческий словарь > святой

  • 19 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 20 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

См. также в других словарях:

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»